τριαντάφυλλο

τριαντάφυλλο
το
1. το ρόδο, το λουλούδι της τριανταφυλλιάς.
2. γλυκό από φύλλα τριανταφυλλιάς: Τον κέρασε νόστιμο τριαντάφυλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριαντάφυλλο — το / τριαντάφυλλον, ΝΜ το ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + φύλλο, κατ απόσπαση από τη φρ. «τριαντάφυλλο ρόδο»] …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλάκι — το, Ν [τριαντάφυλλο] υποκορ. τού τριαντάφυλλο …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλένιος — α, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα 2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • Asterix and the Secret Weapon — Infobox Asterix Title=Asterix and the Secret Weapon Frenchtitle=La Rose et le Glaive Story=Albert Uderzo Illustrations=Albert Uderzo FrenchDate=1991 EnglishDate=1991 Preceded= Asterix and the Magic Carpet Followed= Asterix and Obelix All at Sea | …   Wikipedia

  • Rosa Mystica — Vierge au jardinet, Maître rhénan anonyme, Musée de l Oeuvre Notre Dame Rosa mystica ou rose mystique, (du grec μυστός « mystos », mystère), est le nom symbolique de Marie dans l Église catholique, employé dans les Litanies de Lorette.… …   Wikipédia en Français

  • Шиповник — собачий (Rosa canina) …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”